φοβερός

φοβερός
φοβερός, ά, όν (fr. φόβος, s. three next entries; Aeschyl. et al.) in our lit. only in the act sense (comp. φοβερώτερος [Just., D. 73, 6]; adv. φοβερῶς [TestAbr A 17 p. 99, 24=Stone p. 46]) causing fear, fearful, terrible, frightful (Hdt. et al.; BGU 428, 8 [II A.D.]; LXX; pseudepigr., Philo; Jos., Bell. 4, 510, Ant. 3, 56; 88; Just.) φοβερὰ ἐκδοχὴ κρίσεως Hb 10:27 (cp. SibOr 3, 634 φοβ. δίκη). τὸ φανταζόμενον 12:21 (cp. Ezk. Trag. 125 [Eus., PE 9, 29, 11]). ἄκανθα B 7:11. ἐπιθυμία Hm 12, 1, 2. φοβερόν (sc. ἐστιν) τὸ ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας θεοῦ Hb 10:31.—DELG s.v. φέβομαι.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φοβερός — fearful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοβερός — ή, ό / φοβερός, ά, όν, ΝΜΑ (με ενεργ. σημ.) αυτός που προξενεί φόβο, τρομακτικός (α. «πικρή ναι η φοβερώτατη / τού κόσμου ανεμοζάλη», Σολωμ. β. «χρηστήρια φοβερὰ καὶ ἐς δεῖμα βαλόντα», Ηρόδ.) νεοελλ. αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικτός,… …   Dictionary of Greek

  • φοβερός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που προξενεί φόβο, τρόμο, τρομερός, τρομαχτικός: Πικρή ναι η φοβερότατη του κόσμου ανεμοζάλη (Δ. Σολωμός). – Φοβερός σεισμός. 2. αυτός που προκαλεί φρίκη, φριχτός, φρικαλέος, φρικιαστικός, αποτροπιαστικός: Φοβερή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φοβερά — φοβερός fearful neut nom/voc/acc pl φοβερά̱ , φοβερός fearful fem nom/voc/acc dual φοβερά̱ , φοβερός fearful fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοβερώτερον — φοβερός fearful adverbial comp φοβερός fearful masc acc comp sg φοβερός fearful neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοβερωτάτων — φοβερός fearful fem gen superl pl φοβερός fearful masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοβερωτέραις — φοβερός fearful fem dat comp pl φοβερωτέρᾱͅς , φοβερός fearful fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοβερωτέρων — φοβερός fearful fem gen comp pl φοβερός fearful masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοβερῶν — φοβερός fearful fem gen pl φοβερός fearful masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοβερόν — φοβερός fearful masc acc sg φοβερός fearful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοβερώτατα — φοβερός fearful adverbial superl φοβερός fearful neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”